- δύσκλεια
- δύσκλειαill-famefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσκλείᾳ — δυσκλείᾱͅ , δύσκλεια ill fame fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκλεια — δύσκλεια, η (Α) 1. κακή φήμη 2. καταισχύνη 3. αδοξία … Dictionary of Greek
δυσκλείας — δυσκλείᾱς , δύσκλεια ill fame fem acc pl δυσκλείᾱς , δύσκλεια ill fame fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσκλείαι — δυσκλείᾱͅ , δύσκλεια ill fame fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσκλειαν — δύσκλεια ill fame fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԴԺՈՒԱՐԱԳՈՎՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0617 Chronological Sequence: Unknown date գ. δύσκλεια obscura fama, infamia Ապագովանք. վատահամբաւութիւն. *Գովեստ ... եւ դժուարագովութիւնք. Պղատ. օրին. ՟Բ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)